- δυοποιός
- δυοποιός, -όν (Α)αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ ἀόριστος δυὰς δυοποιὸς ἦν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυοποιός — making two masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυοποιόν — δυοποιός making two masc/fem acc sg δυοποιός making two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυοποιοῦ — δυοποιός making two masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) … Dictionary of Greek